υφαντήριο

υφαντήριο
dokuma atölyesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υφαντήριο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής υφασμάτων 2. αίθουσα υφάνσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντήριον, μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Αθήναιον] …   Dictionary of Greek

  • υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργείο — το υφαντήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”